- γέγαα
- γέγαα, γεγάᾶσι, γεγαώς: see γίγνομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
γεγάασι — γεγάᾱσι , γίγνομαι come into a new state of being perf ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγάασιν — γεγάᾱσιν , γίγνομαι come into a new state of being perf ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγάατε — γεγάᾱτε , γίγνομαι come into a new state of being perf ind act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγώς — γεγώς, ῶσα, ώς (Α) μτχ. παρακμ. τού ρ. γίγνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού γεγαώς, μτχ. τού επικ. παρακμ. γέγαα τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek